χρήστης

χρήστης
χρήστ-ης (written [full] χρείστης SIG364.40 (Ephes., iii B. C.)), ου, ὁ: gen. pl. χρήστων (not χρηστῶν, to distinguish it from the gen. pl. of χρηστός, Hdn.Gr.1.425): (χράω (B) A):—
A one who gives or expounds oracles, prophet, soothsayer, Hsch., prob. in Milet.7p.50 (Didyma, i B. C.).
II ([etym.] κίχρημι) creditor, usurer, Ps.-Phoc.83, Ar.Nu. 240, 434(anap.), Lys.32.29, Lycurg.22, etc.
2 ([etym.] χράομαι, κίχραμαι) debtor, Phoc.16, D.30.12, 32.12, IPE12.32B84 (Olbia, iii B. C.), cf. Harp. s. v.: c. gen.,

κακοῦ ἀνδρός Phoc.

l.c.;

χρημάτων D.36.6

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χρήστης — one who gives masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήστης — ο, ΝΜΑ, και σε επιγρ. τ. χρείστης Α νεοελλ. 1. άτομο που χρησιμοποιεί κάτι 2. (ιδίως νομ.) πρόσωπο που δικαιούται τη χρήση ενός πράγματος μσν. αρχ. πρόσωπο που δανείζει χρήματα, ο δανειστής αρχ. 1. προφήτης 2. άτομο που δανείζεται χρήματα.… …   Dictionary of Greek

  • χρηστῆς — χρηστός useful fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρῆσται — χρήστης one who gives masc nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήσταις — χρήστης one who gives masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήστη — χρήστης one who gives masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήστην — χρήστης one who gives masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήστου — χρήστης one who gives masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήστων — χρήστης one who gives masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήστῃ — χρήστης one who gives masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παγκόσμιος Ιστός — (World Wide Web ή WWW). Το WWW είναι η ταχύτερα επεκτεινόμενη υπηρεσία του Internet. Το γραφικό περιβάλλον και οι δυνατότητες σύνδεσης των πληροφοριών (hypertext τεχνική) που διαθέτει, την κατέστησαν τη δημοφιλέστερη από τις υπηρεσίες του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”